Το μεσαιωνικό γεφύρι του Αγίου Σπυρίδωνα κοντά στον Κάτω Δρυ
Στην Κύπρο διατηρούνται μέχρι σήμερα πολλά πέτρινα γεφύρια, ιδιαίτερα στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές του νησιού, τα οποία αποτελούν πολύτιμα πολιτιστικά μορφώματα στο κυπριακό περιβάλλον. Τα παλαιότερα γεφύρια που σώζονται στις μέρες μας είναι μεσαιωνικά και ανάγονται στις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας, ενώ διατηρούνται και πολλά από τις περιόδους της Τουρκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας. Είναι καταγραμμένα αρκετά μεσαιωνικά γεφύρια σε όλη την Κύπρο, αν και μερικά από αυτά είναι ίσως νεότερα ή έχουν αντικαταστήσει άλλα παλαιότερα μεσαιωνικά. Ανάμεσα στα μεσαιωνικά γεφύρια της Κύπρου καταγράφεται και το γεφύρι του Κάτω Δρυ στην επαρχία Λάρνακας, ένας πολιτιστικός θησαυρός καλά κρυμμένος μέσα στην κοιλάδα του ποταμού του Αγίου Μηνά.
Το άγνωστο στο ευρύ κοινό μεσαιωνικό γεφύρι του Αγίου Σπυρίδωνα ή του Αγίου Σπυριδώνου, όπως είναι γνωστό στους κατοίκους της περιοχής, γεφυρώνει τον ποταμό του Αγίου Μηνά στην τοποθεσία Χανούδια, σε λοφώδη περιοχή μεταξύ των χωριών Κάτω Δρυς και Χοιροκοιτία. Κατασκευάστηκε σε υψόμετρο 270 m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και βρίσκεται σε κοντινή απόσταση στα νοτιοδυτικά του ερειπωμένου οικισμού του Αγίου Σπυρίδωνα, από τον οποίο είναι προφανές ότι πήρε την ονομασία του. Αν και προσεγγίζεται πιο εύκολα από τη Χοιροκοιτία, εντούτοις ανήκει στη διοικητική έκταση του Κάτω Δρυ. Το γεφύρι κρύβεται στην αγκαλιά ενός μεγάλου πεύκου, περιτριγυρισμένο από πυκνούς καλαμιώνες και βάτους. Η απόμερη θέση του, η γραφικότητά του, η καλή κατάσταση στην οποία διατηρείται μέχρι σήμερα και η γαλήνια ατμόσφαιρα της περιοχής διαμορφώνουν ένα πανέμορφο τοπίο, που προκαλεί στον επισκέπτη συναισθήματα ευφορίας και θαυμασμού.
Ο ποταμός του Αγίου Μηνά έχει μήκος 32 km και κατατάσσεται μεταξύ των μεγαλύτερων σε μήκος ποταμών της επαρχίας Λάρνακας και γενικότερα της Κύπρου. Πήρε το όνομά του από το μοναστήρι του Αγίου Μηνά κοντά στη Βάβλα, το οποίο βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τον ποταμό, στο μέσο περίπου της διαδρομής του. Πηγάζει από τα βουνά του Μαχαιρά (υψόμετρο 1300 m περίπου), ρέει με νοτιοανατολική κατεύθυνση και εκβάλλει στη θάλασσια περιοχή του Μαρωνιού, γι’ αυτό και είναι γνωστός και ως ποταμός του Μαρωνιού. Η ροή του ποταμού εξαρτάται από την ποσότητα της βροχόπτωσης κάθε χρονιάς. Όταν έχουμε βροχερούς χειμώνες η ροή του νερού είναι ολόχρονη, αλλά σε χρονιές ανομβρίας περιορίζεται κυρίως τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες.
Το πέτρινο γεφύρι του Αγίου Σπυρίδωνα αποτελείται από ένα τόξο ελαφρά οξυκόρυφο και συμμετρικό, που έχει ύψος 1,80 m, πλάτος 2,80 m και άνοιγμα 5,50 m. Το συνολικό μήκος του γεφυριού πλησιάζει τα 18 m και το ύψος του φτάνει τα 2,70 m, ενώ το πλάτος του οδοστρώματος είναι 2 m. Τα προστατευτικά πλάγια τοιχώματα του οδοστρώματος σώζονται σχεδόν ακέραια, εκτός από ένα τμήμα του, και έχουν ύψος και πλάτος σχεδόν 40 cm.
Το γεφύρι είναι κατασκευασμένο από πελεκητές, λεπτές και ορθογώνιες ασβεστόπετρες διαφορετικού μεγέθους, πάχους και αποχρώσεων. Η κεντρική πέτρα που αποτελεί το κλειδί της καμάρας δεν προεξέχει από τις υπόλοιπες. Η καμάρα είναι συμμετρική, δηλαδή αποτελεί τόξο ενός τέλειου κύκλου. Έτσι, το βάρος του γεφυριού κατανέμεται ισομερώς στην καμάρα και αυτό ενισχύει τη στατικότητά του. Το δομικό υλικό της κατασκευής του γεφυριού προήλθε από τους λευκούς λόφους της περιοχής και τα κρητιδικά τους πετρώματα, που ανήκουν στον γεωλογικό σχηματισμό των Λευκάρων. Οι λευκές ασβεστόπετρες των κρητίδων έδωσαν στο γεφύρι και το χαρακτηριστικό λευκό του χρώμα που το καμουφλάρει, καθιστώντας δύσκολο τον εντοπισμό του μέσα στο περιβάλλον από ψηλά ή από απόσταση.
Σε όλα τα παλαιά πέτρινα γεφύρια εντυπωσιάζει η τέχνη με την οποία οι μαστόροι ή τεχνίτες τα έφτιαχναν με κάθε προσοχή και λεπτομέρεια, χωρίς τα μηχανήματα της σύγχρονης εποχής. Η παραδοσιακή γεφυροποιία δεν ήταν εύκολο εγχείρημα και αποτελεί δείγμα ανυπέρβλητης τεχνικής και μαεστρίας. Είναι αξιοθαύμαστη η τελειότητα της κάθε λεπτομέρειας και η στατικότητα αυτών των γεφυριών, τα οποία άντεξαν στον χρόνο και τα θαυμάζουμε μέχρι σήμερα.
Η χρονολόγηση του γεφυριού του Κάτω Δρυ είναι δύσκολη. Αν και θεωρείται μεσαιωνικό, είναι δύσκολο να χρονολογηθεί με ακρίβεια. Με βάση την αρχιτεκτονική και την τοιχοδομία του, ίσως ανάγεται στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας ή στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας (16ος-17ος αιώνας). Όμως, μόνο οι ειδικοί αρχαιολόγοι μπορούν να αποφανθούν με περισσότερη ακρίβεια για τη χρονολόγησή του. Και γενικά για όλα τα παλαιά γεφύρια μας είναι αναγκαία μια ενδελεχής αρχαιολογική έρευνα και μελέτη ώστε να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Άσχετα βέβαια με την περίοδο στην οποία ανάγεται η κατασκευή του γεφυριού του Αγίου Σπυρίδωνα, δεν παύει να είναι ένα σπουδαίο πολιτιστικό μνημείο που κοσμεί την κοιλάδα του ποταμού του Αγίου Μηνά και εμπλουτίζει το πολιτιστικό θησαυροφυλάκιο του νησιού μας, για το οποίο μόνο περήφανοι μπορούμε να είμαστε.
Ο μικρός οικισμός του Αγίου Σπυρίδωνα φαίνεται να εγκαταλείφθηκε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (αρχές 20ού αιώνα) και σήμερα διατηρούνται ακόμα μερικά σπίτια σε ερειπωμένη κατάσταση αλλά και η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, νεότερη εκκλησία και χωρίς αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Ο ποταμός του Αγίου Μηνά κατέρχεται ορμητικός τον χειμώνα και έτσι το γεφύρι ήταν απαραίτητο για τους κατοίκους της περιοχής σε παλαιότερα χρόνια ώστε να διασχίζουν με ασφάλεια τον ποταμό για να διεκπεραιώνουν τις διάφορες εργασίες τους ή για να μεταβαίνουν στις πόλεις της Λάρνακας και της Λεμεσού.
Το γραφικό πέτρινο γεφύρι του Κάτω Δρυ περιλαμβάνεται στον κατάλογο αρχαίων μνημείων του Τμήματος Αρχαιοτήτων ως Μνημείο Α’ Πίνακα και μπορεί να αξιοποιηθεί τουριστικά ως ένα ελκυστικό πολιτιστικό αξιοθέατο. Πιο κατάλληλη περίοδος για να απολαύσει και να φωτογραφίσει κανείς το γεφύρι είναι ο χειμώνας και η άνοιξη γιατί το τρεχούμενο νερό του ποταμού και το καταπράσινο περιβάλλον της κοιλάδας ενισχύουν τη γοητεία του. Η κοινότητα του Κάτω Δρυ προσπαθεί να βελτιώσει την πρόσβαση στο γεφύρι ώστε οι επισκέπτες του χωριού να μπορούν να απολαύσουν από κοντά και αυτό το ξεχωριστό πολιτιστικό μόρφωμα της ορεινής Λάρνακας. Το γεφύρι δεν φαίνεται να χρειάζεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη συντήρηση αλλά μπορεί να καθαριστεί λίγο ο χώρος από τα καλάμια ώστε να αναδειχθεί καλύτερα ο θησαυρός αυτός μέσα στο περιβάλλον του και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των επισκεπτών.
Ευχαριστίες: Ευχαριστούμε πολύ τον Φοίβο Ιωαννίδη, από τον οποίο γνωρίσαμε την ύπαρξη του γεφυριού μέσα από το βιβλίο του Exploring Authentic Cyprus, τον Πανίκο Λουρουτζιάτη για τη βοήθεια στην εύρεση του γεφυριού και τον κοινοτάρχη του Κάτω Δρυ Νίκο Βασιλείου για τις χρήσιμες πληροφορίες που μας έδωσε.